Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

O Περίπατος

Είναι από τις μέρες που κοιτάς λίγο να απομακρυνθείς από όλα τα ναρκωτικά και τους εθισμούς που σου προσφέρει απλόχερα η τεχνολογία το τελευταίο διάστημα. Να γυρίσεις πίσω στην φύση. Να απολαύσεις τον ουρανό και τα σύννεφα, τον ήλιο, την βροχή. Να τα νιώσεις στο δέρμα σου, στην πλάτη σου, στα μαλλιά σου. Να χαμογελάσεις στο Θεό, γιατί ναι. Είναι πανέμορφα τελικά να περπατάς μέσα σε κόσμο και να παρατηρείς αντιδράσεις. Να προσπαθείς να αναγνωρίσεις αρώματα, τόνους φωνής και πρόσωπα. Σαν το παιχνίδι που παίζαμε παιδάκια με τις ταμπέλες. Είναι ψηλός με μουστάκι και κόκκινα μαλλιά. Όχι, δεν είναι. Το θυμάσαι όμως και αυτό έχει σημασία. Και σημασία έχει το κάθε τι τελικά, αρκεί να πάρουμε την απόφαση και να του την δώσουμε. Τόση όση του αρμόζει και δεν το κάνει να φαίνεται φθηνό και άνοστο στα γούστα της ψυχής μας, γιατί αυτήν την κουβαλάς για πάντα μέσα σου.
Θυμάμαι μια χρονιά που πήγαμε σε μοναστήρι. Είχε κάνει τάμα η μάνα μου και μείναμε είκοσι μέρες εκεί. Καθαρίζαμε μπάμιες, φασολάκια, πατάτες. Φτιάχναμε γλυκά για τους επισκέπτες και φαγητό για το βράδυ. Μάλιστα, αν έφερναν προσφορά για κάποιο τάμα, έπρεπε να μαγειρευτεί την ίδια μέρα και οι φιλοξενούμενοι του μοναστηριού να έχουν την άψογη αντιμετώπιση και φροντίδα. Προσεύχομασταν ανά τακτά διαστήματα. Ξυπνούσαμε πολύ πρωί και η μόνη επικοινωνία που είχαμε ήταν αυτή με τους μοναχούς. Όταν γυρίσαμε στην πόλη πια, και περάσαμε ανάμεσα από το κέντρο της πόλης, η κίνηση και ο θόρυβος, μας τρόμαξε. Αγρίμια που έτρεχαν σε μια παράλληλη οδό προβατοποίησης και τρέλας. Τότε το μόνο που ένιωθα να θέλω, ειναι να κλειστώ στο σπίτι μου και να μην βγω ώσπου να πεθάνω. Ύστερα άρχισα την αλληλογραφία με τα μοναστήρια και μου πέρασαν όλα.
Αυτό που με κέντρισε περισσότερο το ενδιαφέρον, είναι κάτι που μας είχε πει μια καθηγήτρια φέτος, που της το είχε πει ένας φίλος της φωτογράφος που τώρα δεν ζει πια. Έλεγε, λοιπόν, πως κανένας άνθρωπος δεν κοιτάζει πάνω από το ύψος του την ώρα που περπατάει. Στην αρχή, ομολογώ πως δεν το πίστεψα και στο τέλος γέλασα. Όμως, επειδή είμαι και περίεργος άνθρωπος, άρχισα να παρατηρώ και να το έχω συνεχώς στο μυαλό μου. Παρατήρησα πως είχε δίκιο. Όλοι ήταν τόσο βιαστικοί που ούτε καν το φανάρι δεν κοιτούσαν. Από ένστικτο περνούσαν το φανάρι, επειδή έβλεπαν να περνάνε κι άλλοι. Μιλούσαν στο κινητό τους και παράλληλα κρατούσαν δέκα σακούλες από ψώνια σε ποζέρικα μαγαζιά και ένα βαρέλι καφέ για να τους κρατήσει τα νεύρα σε σειρά για να δουλέψουν το τετράωρο για το οποίο ζήτημα αν θα πληρωθούν, αλλά θα τα χρεωθεί το πορτοφόλι του μπαμπά ή του συζύγου ή δεν θα πληρωθεί και ποτέ και θα μείνει στην λίστα με τα χρωστούμενα. Ίσως σε πιο όμορφη πόζα από αυτήν που παίρνει συνήθως ο ιδιοκτήτης του στα μπαρ. Δεν έχω κάτι με τα μπαρ.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόλαυση από τα παγκάκια. Αυτά που από πάνω τους έχω ένα δέντρο και τα ανακαλύπτεις σαν πηγή νερού στην έρημο λίγο πριν την αφυδάτωση και την τρέλα. Καθισμένος εκεί μπορείς να δεις τα πάντα. Από άλλο ύψος και από άλλη γωνία. Συνήθως, οι περαστικοί που σε κοιτάζουν σε περνάνε για τρελό και δεν σου δίνουν σημασία. Όμως ούτε εσύ θέλεις να σου δώσουν σημασία. Δεν πήγες εκεί για να πιάσεις την κουβέντα. Είσαι ένας απλός παρατηρητής και τίποτα άλλο. Η κουβέντα θα γίνει στο μυαλό σου. Το βράδυ, στο κρεβάτι σου. Πάνω στο μαξιλάρι που  αναλύεις τα πώς και τα γιατί πριν τον ύπνο. Και θα χαμογελάσεις. Γιατί θα έχεις κάνει καλά την δουλειά σου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου