Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Ο Παππούς Μου


Ο Κότσος, όπως τον φώναζαν οι χωριανοί και οι συγγενείς καμιά φορά, όταν γεννήθηκα ζήτημα να ήταν σάραντα. Μικροπαντρεύτηκε αυτός, μικροπαντρεύτηκε και η μάνα μου και βγήκα εγώ. Το πώς βγήκα, θα το συζητήσουμε σε άλλο κεφάλαιο, γιατί πρέπει να είμαι προετοιμασμένη ψυχολογικά και εγώ και εσείς. Τα μαλλιά του ήταν ακόμη μαύρα τότε και φορούσε καφέ τετράγωνους σκελετούς στα γυαλιά του που κάλυπταν το σχήμα του προσώπου του, αλλά προμοτάριζαν το μαλλί του που το υπεραγαπούσε και το είχε στην περιποίηση. Για δύο χρόνια είχε μουστάκι. Μπορεί να ήταν της μόδας. Ποτέ δεν ρώτησα παραπάνω, γιατί δεν με ενθουσίαζε η ιδέα. Σκεφτόμουν τις περιγραφές που μου έκαναν όταν έτρωγε σούπα. Κι έμενα εκεί. Πάντα.
Ήμουν το πρώτο εγγόνι της οικογένειας και όπως λένε πολλοί, το πρώτο εγγόνι είναι και το πιο αγαπημένο. Θα ήθελα πολύ να διαφωνίσω σαν πνεύμα αντιλογίας που είμαι, αλλά δεν θα το κάνω. Ο παππούς με αγαπούσε πολύ και ποτέ δεν μου χάλασε χατήρι. Μια χρονιά μου είχε αγοράσει ολόκληρη κουζίνα και άλογα, ορισμένα χρυσαφικά και ένα κυπελάκι παγωτό. Για αυτόν ήμουν η πριγκίπισσα του και μου έπαιρνε ότι έβλεπε και του άρεσε και ότι ήταν δυνατό, τελικά, να μου το αγοράσει. Για να πω την αλήθεια, τα αγαπημένα μου δώρα ήταν κάτι περίεργες ξύστρες σε σχήματα κιθάρας, καρδιάς, τηλεόρασης και αστροναύτη που είχε κάποτε ο Μασούτης και η Ενωση που δούλευε ο μπαμπάς μου.
Ύστερα γεννήθηκε η ξαδέρφη μου και άρχισα όλα αυτά να τα μοιράζομαι. Δεν με χάλασε. Γιατί είχαμε τις δικές μας, τις προσωπικές μας στιγμές εκεί στο κρεβάτι όποτε τον ξυπνούσα και μου χάιδευε τα μαλλιά και μου έλεγε ότι είμαι αγγελούδι ή τότε στην κουζίνα που ετοιμάζαμε πούπκες και παπάρες με γάλα και ζάχαρη. Οκ, δεν μπορώ να πω ότι τρελαινόμουν και ιδιαίτερα. Για μένα το αγαπημένο φαί που κάνει η γιαγιά είναι το κάσα. Ξέρω ότι θα το συνδιάσετε με την γνωστή κάσα, αλλά το μόνο κοινό τους είναι ότι είναι και τα δύο θάνατος. χαχα
Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου να μεγαλώνει στο πλάι του, χαίρομαι. Ζήσαμε σε έναν κόσμο που αν και ο πόνος ήταν δίπλα μας κάτω από διάφορες μορφές, μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε μια νεράιδα, μια πυγολαμπίδα, μια χρυσόμυγα, ένα ξωτικό... Την αγάπη όλη. Μέσα στην παλάμη μας. Σε μια αγκαλιά. Στην καρδιά μας. Ο παππούς μας έλεγε πολλές ιστορίες για νεράιδες και μαίες νεραιδών. Όπως έλεγε, υπήρχε μια μαία στο χωριό μας και συχνά την καλούσαν για να τις ξεγεννήσει. Ήταν καλές κοπέλες και όμορφες πολύ. Αλλά έκαναν μόνο κορίτσια. Ήθελαν μόνο κορίτσια. Αν τύχαινε να κάνουν αγόρι, μάλιστα, έπρεπε να το τυλίξεις μέσα σε φύλλα από κρεμμύδι και να το φασκιώσεις γρήγορα γρήγορα να μην το δουν. Σύχναζαν κοντά σε ποτάμια και έβγαιναν μετά τις δώδεκα περίπατο ανάμεσα στα ξύλα που εμείς κόβαμε για να βάλουμε στην σόμπα το χειμώνα να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας. Εμείς μέναμε να περιμένουμε στο παράθυρο με την ξαδέρφη μου τόσο που αποκοιμιόμασταν και μας έβρισκε το πρωί που οι νεράιδες ήταν κουρασμένες και κρυβόντουσαν στα μανιταράκια.

Συνεχίζεται....

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου